- συνεπινοώ
- -έω, ΜΑ [ἐπινοῶ]εννοώ κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («Πατέρα λέγοντες Υἱὸν τῇ φωνῇ συνεπινοοῡμεν», Γρηγ. Νύσσ.)αρχ.1. επινοώ, μηχανεύομαι κάτι μαζί με κάποιον άλλο2. σοφίζομαι κάτι ακόμη3. παθ. συνεπινοοῡμαι, -έομαια) συμπεριλαμβάνομαι στην έννοια ενός πράγματοςβ) λαμβάνομαι υπ' όψιν ή επινοούμαι επίσης.
Dictionary of Greek. 2013.